Ιππής

Ιππής
Κωμωδία του Αριστοφάνη. Διδάχθηκε στα Λήναια το 424 π.Χ., χαρίζοντας το πρώτο βραβείο στον δημιουργό της. Στην εισαγωγή του έργου δύο δούλοι, που ουσιαστικά υποδύονται τους στρατηγούς Νικία και Δημοσθένη, παραπονιούνται στον αφέντη τους, Δήμο, για όσα υποφέρουν από τον νεοαποκτηθέντα δούλο βυρσοδέψη Παφλαγόνα (δημαγωγός Κλέων), ο οποίος με τις κολακείες του έκανε τον κύριό τους υποχείριο. Στη συνέχεια οι δούλοι κλέβουν τη συλλογή χρησμών του βυρσοδέψη, απ’ όπου πανευτυχείς πληροφορούνται ότι ο Παφλαγόνας θα καταστραφεί από έναν αλλαντοπώλη, ο οποίος τον συναγωνίζεται στην πονηριά και στις κολακείες. Ο τελευταίος είναι υπαρκτό πρόσωπο και ονομάζεται Αγοράκριτος (Αθηναίος δημαγωγός). Η προφητεία επαληθεύεται σε μια σειρά σκηνών, στις οποίες οι δύο ανταγωνιστές προσπαθούν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο σε βρισιές και χυδαιότητες. Τελικά, ο Παφλαγόνας υποχρεώνεται να αναγνωρίσει ως διάδοχό του τον Αγοράκριτο, στον οποίο ο Δήμος αποφασίζει να αναθέσει την επιτρόπευση του οίκου του, δηλαδή της πόλης. Μεσολαβεί η παράβαση, στην οποία ο Αριστοφάνης επιτίθεται στον Κλέωνα μέσω του Χορού και εξακοντίζει κατηγορίες για την αστάθεια των Αθηναίων. Στη συνέχεια επανέρχονται στη σκηνή ο Αγοράκριτος και ο Δήμος, ο πρώτος ντυμένος γιορτινά, για να διαλαλήσει ότι έβρασε τον αφέντη και τον έκανε νεαρό, όπως εμφανίζεται πράγματι στο έργο ο Δήμος, με φορεσιά της ένδοξης εποχής του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, έτοιμος να επανορθώσει τα προηγούμενα σφάλματα. Πρόκειται για έργο με πολλά κωμικά ευρήματα, στο οποίο οι Ιππείς αποτελούν τον Χορό και βοηθούν στην εξέλιξη της υπόθεσης. Ο Αγοράκριτος είναι το μόνο φανταστικό πρόσωπο, ενώ ο Δήμος, αντιπρόσωπος του αθηναϊκού λαού, παρουσιάζεται με όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες, τα ελαττώματα και τις αμφιταλαντεύσεις των Αθηναίων. Στιγμιότυπο από σύγχρονη παράσταση της κωμωδίας του Αριστοφάνη «Ιππής» (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἱππῆς — Ἱππεύς masc nom pl Ἱππεύς masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππῆς — ἱππεύς one who fights from a chariot masc nom pl ἱππεύς one who fights from a chariot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππειος — α, ο (Α ἵππειος, εία, ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) [ίππος] αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» ορός που λαμβάνεται από το αίμα τού ίππου β. «ίππειον κρέας» κρέας αλόγου γ. « ρῆξε… …   Dictionary of Greek

  • αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… …   Dictionary of Greek

  • αφελής — ές (AM ἀφελής, ές) 1. ανεπιτήδευτος, απλός 2. (για πρόσωπα) απλοϊκός, επιπόλαιος μσν. υγιής, ακέραιος αρχ. 1. (για έδαφος) στρωτός, χωρίς πέτρες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀφελές η απλότητα (κυρίως στο ύφος του λόγου). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας …   Dictionary of Greek

  • ιππαπαί — ἱππαπαῑ (Α) κραυγή τών ιππέων («ἀνεβρύαξαν, ἱππαπαῑ τίς ἐμβαλεῑ;», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λογοπαίγνιο τού Αριστοφάνη στην κωμωδία Ίππῆς, κατά το ρυππαπαῑ, κραυγή τών κωπηλατών] …   Dictionary of Greek

  • κατατριακοντουτίζω — (Α) κωμική λ. τού Αριστοφ. (Ἱππῆς 1391), ο οποίος αναφέρεται στις τριακοντούτιδες σπονδές τού 425 π.Χ. που τίς προσωποποιεί ως εταίρες και κάνει αισχρό λογοπαίγνιο με τις λ. κατακοντίζω, δηλ. διατρυπώ, διαπερνώ πέρα πέρα, εντελώς, συνουσιάζομαι,… …   Dictionary of Greek

  • λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • περιελαύνω — Α [ελαύνω] 1. περιφέρω από τον έναν στον άλλο («θᾱττον περιελαύνοντας τοὺς κύλικας», Πολυδ.) 2. αρπάζω ως λεία («περιελασάμενοι σώματα καὶ θρέμματα», Πολ.) 3. παρενοχλώ, βασανίζω («οἶοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.) 4. κατασκευάζω κάτι …   Dictionary of Greek

  • Κράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θηβαίος κυνικός φιλόσοφος (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Υπήρξε ο σπουδαιότερος μαθητής του Διογένη του Σινωπέα. Αφού μοίρασε τα υπάρχοντά του στο Κοινό των Βοιωτών, παντρεύτηκε την Ιππαρχία, νέα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”